- κακογαμίου
- κᾰκο-γᾰμίου δίκη, actionA for forming an unlawful or improper marriage at Sparta, Plu.Lys.30; ζημία punishment for that offence, Aristo Stoic.1.89.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κακογαμίου — for forming an unlawful neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακογαμίου, γραφή — Η μήνυση εναντίον όποιου είχε συνάψει ανάρμοστο γάμο στην αρχαία Σπάρτη. Στη γ.κ. αναφέρεται ο Πλούταρχος, ο οποίος μαρτυρεί ότι «ην εν Σπάρτη και αγαμίου δίκη και οψιγαμίου και κακογαμίου». Γενικά στη Σπάρτη ίσχυαν διάφοροι περιορισμοί που… … Dictionary of Greek
Письменное обвинение — • Γραφή, письменное обвинение, в обширном смысле обозначает всякое уголовное дело и всякую форму жалобы в уголовных делах, в более узком смысле известную форму жалобы в уголовных делах, а именно ту, при которой подавалось только… … Реальный словарь классических древностей
αγαμία — Η κατάσταση του αγάμου. H α. καταδικάστηκε από τους αρχαίους νομοθέτες. Στην αρχαία Σπάρτη, ήταν παράπτωμα, και οι άγαμοι παραπέμπονταν σε δίκη. Η σχετική αγωγή λεγόταν αγαμίου γραφή,και υπήρχαν επίσης δίκες οψιγαμίου και κακογαμίου.Στους… … Dictionary of Greek
κακογάμιος — κακογάμιος, ὁ (Α) (μόνο στη γεν.) φρ. «κακογαμίου δίκη» αγωγή εναντίον κάποιου που συνήψε παράνομο γάμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + γάμος «αυτός που αναφέρεται στον γάμο»] … Dictionary of Greek